- συνδιορίζομαι
- Αορίζομαι ή προσδιορίζομαι και εγώ επίσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διορίζω «ορίζω λογικά, δίνω ορισμό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιορίζεται — συνδιορίζομαι to be determined also pres ind mp 3rd sg συνδιορίζομαι to be determined also pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιωρίσθαι — συνδιορίζομαι to be determined also perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιωρίσθη — συνδιορίζομαι to be determined also aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)